ισκιερός


ισκιερός
Προφορά

Ετυμολογία
ισκιερός ίσκιος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ισκιερός -ή, -ό

✦ σκιερός, που ρίχνει σκιά: ισκιερές κάποτε κι οι ιτιές σου με δροσίζουν (Γ. Δελής)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.