ισθμός


ισθμός
Προφορά

Ετυμολογία
ισθμός αρχαία ελληνική ἰσθμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ισθμός

✦ στενή λωρίδα γης, που ενώνει δυο ξηρές και χωρίζει δυο θάλασσες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.