ισθμιακός


ισθμιακός
Προφορά

Ετυμολογία
ισθμιακός αρχαία ελληνική ἰσθμιακός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ισθμιακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον ισθμό, ιδ. της Κορίνθου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.