ισημερία


ισημερία
Προφορά

Ετυμολογία
ισημερία αρχαία ελληνική ἰσημερία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ισημερία

✦ η περίοδος κατά την οποία η ημέρα και η νύχτα έχουν ίση διάρκεια σε όλη τη γη: εαρινή – φθινοπωρινή ισημερία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.