ιπτάμενος


ιπτάμενος
Προφορά

Ετυμολογία
ιπτάμενος μτχ. ενεστ. του ρήματος ίπταμαι

Ερμηνεία
ιπτάμενος

✦ -η κ. -ένη, -ο μτχ. ως επίθ. αυτός που εργάζεται ως μέλος πληρώματος αεροσκάφους: ιπτάμενος μηχανικός – ιπτάμενη αεροσυνοδός (κ. ιπταμένη ως ουσ.)
✦ η λ. και ως προσδιορισμός μηχανών που έχουν την ιδιότητα να υψώνονται στον αέρα, να πετούν
✦ ιπτάμενος δίσκος βλ. λ. ούφο
✦ ιπτάμενο δελφίνι, ταχύτατο επιβατικό σκάφος που κινείται γλιστρώντας στην επιφάνεια της θάλασσας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.