ιοβόλος


ιοβόλος
Προφορά

Ετυμολογία
ιοβόλος αρχαία ελληνική ἰοβόλος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ιοβόλος -ος, -ο

✦ που χύνει δηλητήριο, φαρμακερός: ιοβόλος όφις
✦ (μτφ.): κατασκευή ιοβόλων πυρηνικών εργοστασίων (Μ. Πλωρίτης)
(μτφ. ) μοχθηρός, κακόβουλος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.