ιντετερμινισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ιντετερμινισμός └αγγλ┘indeterminism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ιντετερμινισμός
✦ φιλοσοφική θεωρία κατά την οποία η ανθρώπινη βούληση είναι ελεύθερη, ανεπηρέαστη από εξωτερικά αίτια
Συνώνυμα
αυταρχία
Αντίθετα
ντετερμινισμός
Επιρρήματα
–