ινοκυστικός


ινοκυστικός
Προφορά

Ετυμολογία
ινοκυστικός ίνα + κυστικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ινοκυστικός -ή, -ό

✦ αυτός που παρουσιάζει ινώδη ιστό και κύστεις: ινοκυστική μαστίτιδα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.