ινίδιο


ινίδιο
Προφορά

Ετυμολογία
ινίδιο υποκοριστικό του ουσιαστικού ίνα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ινίδιο

✦ μικρή ίνα
✦ (ιστολ.) στοιχείο των μυϊκών ινών, έδρα της συσταλτικότητάς τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.