ιλαρός


ιλαρός
Προφορά

Ετυμολογία
ιλαρός αρχαία ελληνική ἱλαρός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ιλαρός -ή, -ό

✦ χαρωπός, εύθυμος, φαιδρός
✦ (για καταστάσεις) που προκαλεί ευφροσύνη: θαμπή στιγμή την ιλαρήν μου παίρνει ελπίδα (Ιάκ. Πολυλάς) – για ένα χρυσό βασίλεμα και μια ιλαρή ζωή (Κ. Χατζόπουλος)
✦ που προκαλεί φαιδρότητα, ευθυμία

Συνώνυμα

Αντίθετα
κατηφής, σκυθρωπός
Επιρρήματα
ιλαρά (Κ ιλαρώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.