ιλαρά


ιλαρά
Προφορά

Ετυμολογία
ιλαρά αρχαία ελληνική ἱλαρά, └θηλ┘ του επιθέτου ἱλαρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ιλαρά

✦ μεταδοτική, εξανθηματική αρρώστια, που προσβάλλει συνήθως τα παιδιά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.