ικτερικός


ικτερικός
Προφορά

Ετυμολογία
ικτερικός μεταγενέστερη ελληνική ἰκτερικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ικτερικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον ίκτερο
✦ που πάσχει από ίκτερο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.