ικετευτικός


ικετευτικός
Προφορά

Ετυμολογία
ικετευτικός μεταγενέστερη ελληνική ἱκετευτικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ικετευτικός -ή, -ό

✦ παρακλητικός, που ενέχει ικεσία: και με ικετευτικά τα χέρια, εδεόμεθα σχεδόν νυχτερινά (Τ. Παπατσώνης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ικετευτικά (Κ ικετευτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.