ικανός


ικανός
Προφορά

Ετυμολογία
ικανός αρχαία ελληνική ἱκανός (= αρκετός)

Ερμηνεία
επίθετο┘ ικανός -ή, -ό

✦ επιτήδειος, άξιος: ικανός στη δουλειά του
✦ (για πράγματα) αρκετός: δεν υπάρχει στο νοσοκομείο ικανός αριθμός κλινών

Συνώνυμα
επαρκής
Αντίθετα
ανίκανος ,ανεπαρκής
Επιρρήματα
ικανώς, αρκετά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.