ικανοποιητικός
Προφορά
Ετυμολογία
ικανοποιητικός ικανοποιώ
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ικανοποιητικός -ή, -ό
✦ που ικανοποιεί: ικανοποιητικά τα αποτελέσματα των συνομιλιών
✦ επαρκής, ανάλογος με τις προσδοκίες: αμοιβή – απόδοση ικανοποιητική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ικανοποιητικά (Κ ικανοποιητικώς)