ικανοποίηση
Προφορά
Ετυμολογία
ικανοποίηση ικανοποιώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ικανοποίηση
✦ επανόρθωση ζημίας ή προσβολής
✦ δικαίωση, ευχαρίστηση
✦ ανταμοιβή
✦ αρκετό κέρδος
✦ η πραγμάτωση της συνουσίας και ο χορτασμός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–