ικέτης


ικέτης
Προφορά

Ετυμολογία
ικέτης αρχαία ελληνική ἱκέτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ικέτης

✦ θηλ. ικέτισσα (Κ -τις, -ιδος) πρόσωπο που ζητάει βοήθεια ή προστασία
✦ που θερμοπαρακαλεί

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.