ιθυφαλλικός
Προφορά
Ετυμολογία
ιθυφαλλικός μεταγενέστερη ελληνική ἰθυφαλλικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ιθυφαλλικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στον ιθύφαλλο: ιθυφαλλικές παραστάσεις σε αρχαία αγγεία
✦ ιθυφαλλικό μέτρο, τροχαϊκή βραχυκατάληκτη τετραποδία ή τροχαϊκό βραχυκατάληκτο δίμετρο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–