
ιερός
Προφορά
Ετυμολογία
ιερός αρχαία ελληνική ἱερός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ιερός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με το θεό
✦ ο αφιερωμένος στο θεό
✦ ο σύμφωνος με τη θέληση του θεού
✦ άγιος, σεβαστός
✦ Ιερά Σύνοδος, (εκκλ.) ανώτερη αρχή της αυτοκέφαλης εκκλησίας της Ελλάδος (βλ. λ. σύνοδος)
✦ Ιερά Εξέταση, δικαστήριο της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας (12ος αι.) αποτελούμενο από κληρικούς με στόχο τη δίωξη και τιμωρία (κυρ. θάνατος στην πυρά) των αιρετικών
✦ Ιερός Λόχος, επαναστατικό σώμα που συγκροτήθηκε, στις αρχές της Ελληνικής Επανάστασης, στη Μολδοβλαχία, από τον Υψηλάντη |(ιατρ.) ιερά νόσος, η επιληψία |(ιατρ.) ιερό οστούν, τριγωνικό οστό, στο κατώτερο τμήμα της σπονδυλικής στήλης (η ονομ. ιερό, οφείλεται στη συνήθεια των αρχαία ελληνική Ελλήνων να προσφέρουν στους θεούς το μέρος αυτό των θυμάτων)
✦ ουδ. ιερό ως ουσ., (βλ. λ.)
Συνώνυμα
όσιος
Αντίθετα
ανίερος, ανόσιος
Επιρρήματα
ιερά (Κ ιερώς)