ιερόδουλη


ιερόδουλη
Προφορά

Ετυμολογία
ιερόδουλη μεταγενέστερη ελληνική ἱερόδουλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ιερόδουλη

✦ στην αρχαιότητα, γυναίκες που υπηρετούσαν στο ναό της Αφροδίτης και εκδίδονταν αντί αμοιβής: η χάρη της είχε ορίσει μ’ έναν χρησμό πως οι κόρες που θα ήθελαν να την υπηρετούν, οι ιερόδουλές της, θα ζούσαν κοντά της, γύρω απ’ το ναό (Άγγ. Βλάχος)
✦ πόρνη («ιέρεια της Αφροδίτης»)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.