ιερουργός


ιερουργός
Προφορά

Ετυμολογία
ιερουργός αρχαία ελληνική ἱερουργός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιερουργός

✦ ιερέας που τελεί θρησκευτική λειτουργία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.