ιεροσυλία
Προφορά
Ετυμολογία
ιεροσυλία αρχαία ελληνική ἱεροσυλία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ιεροσυλία
✦ κλοπή ιερών αντικειμένων
✦ κάθε αθέμιτη πράξη που προσβάλλει κάτι το ιερό ή το αξιοσέβαστο
Συνώνυμα
ασέβεια, βεβήλωση
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–