ιεροεξεταστής


ιεροεξεταστής
Προφορά

Ετυμολογία
ιεροεξεταστής ιερός + εξεταστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιεροεξεταστής

✦ μέλος του μεσαιωνικού δικαστηρίου της ιεράς εξετάσεως
(μτφ. ) απάνθρωπος, βασανιστής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.