ιεροδίκης


ιεροδίκης
Προφορά

Ετυμολογία
ιεροδίκης ιερός + δίκη

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιεροδίκης

✦ δικαστής που μετέχει σε ιεροδικείο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.