ιερογλυφικός


ιερογλυφικός
Προφορά

Ετυμολογία
ιερογλυφικός μεταγενέστερη ελληνική ἱερογλυφικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ιερογλυφικός -ή, -ό

✦ ο παριστανόμενος με εικόνες σύμβολα
✦ τα ιερογλυφικά ως ουσ., τα σύμβολα γραφής των αρχαία ελληνική Αιγυπτίων· (κ. μτφ.) κείμενα δυσανάγνωστα ή δυσνόητα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ιερογλυφικά (Κ ιερογλυφικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.