ιεραρχικός
Προφορά
Ετυμολογία
ιεραρχικός μεταγενέστερη ελληνική ἱεραρχικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ιεραρχικός -ή, -ό
✦ ο σχετικός με την ιεραρχία: οι προαγωγές θα γίνουν σύμφωνα με την ιεραρχική τάξη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
ιεραρχικά (Κ ιεραρχικώς)