ιεραπόστολος


ιεραπόστολος
Προφορά

Ετυμολογία
ιεραπόστολος ιερός + αποστολή

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιεραπόστολος

✦ ιερωμένος, που πηγαίνει σε ξένη χώρα, για να διδάξει και να διαδώσει το χριστιανισμό
(μτφ. ) που αγωνίζεται ανιδιοτελώς για κάτι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.