ιδρώτας


ιδρώτας
Προφορά

Ετυμολογία
ιδρώτας αρχαία ελληνική ἱδρώς

Ερμηνεία
ιδρώτας

✦ (Κ ιδρώς, -ώτος) υδατώδες υγρό που εκκρίνεται από τους πόρους του δέρματος: χαράς, ελέου φύσημα, και στεγνώνει τα δάκρυα, τον ίδρωτά σας (Α. Κάλβος)
(μτφ. ) πολύς μόχθος, καταβολή μεγάλης προσπάθειας: με τον ιδρώτα του το ‘φτιαξε αυτό το σπιτάκι
✦ φρ. με ιδρώτα και αίμα, με αφάνταστους κόπους, με οδυνηρές θυσίες
✦ φρ. τον περιέλουσε κρύος ιδρώτας, κατατρόμαξε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.