ιδρύτρια
Προφορά
Ετυμολογία
ιδρύτρια αρχαία ελληνική ἱδρυτής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ιδρύτρια
✦ θηλ. ιδρύτρια αυτός που ιδρύει ή ίδρυσε κάτι: ιδρυτής κόμματος – σωματείου – δυναστείας
Συνώνυμα
θεμελιωτής, δημιουργός
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–