ιδεαλίστρια


ιδεαλίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
ιδεαλίστρια └γαλλ┘ idéaliste

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ιδεαλίστρια

✦ θηλ. ιδεαλίστρια οπαδός του ιδεαλισμού
✦ αυτός που αναζητεί το ιδανικό, που επιδιώκει το ανέφικτο

Συνώνυμα

Αντίθετα
ρεαλιστής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.