θύτης


θύτης
Προφορά

Ετυμολογία
θύτης μεταγενέστερη ελληνική θύτης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θύτης

✦ πρόσωπο που προσφέρει θυσία
(μτφ. ) που καταστρέφει ή ζημιώνει κάποιον υπερβολικά

Συνώνυμα

Αντίθετα
θύμα
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.