θύρσος
Προφορά
Ετυμολογία
θύρσος αρχαία ελληνική θύρσος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο θύρσος
✦ καλάμι τυλιγμένο με φύλλα κισσού, χαρακτηριστικό διονυσιακό έμβλημα: κρατάς το θύρσο, που ‘ναι σκήπτρο κι είναι δόρυ (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–