θύρα
Προφορά
Ετυμολογία
θύρα αρχαία ελληνική θύρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θύρα
✦ το άνοιγμα απ’ όπου μπαίνομε σε κλειστό ή περίφρακτο χώρο και το κατασκεύασμα (συνήθ. ξύλινο), που κλείνει αυτό το άνοιγμα, η πόρτα: πέρνα, η θύρα είν’ ελεύτερη μπροστά σου (Άγγ. Σικελιανός)
✦ φρ. επί θύραις, πολύ κοντά: ο πόλεμος είναι επί θύραις (επίκειται)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–