θύελλα
Προφορά
Ετυμολογία
θύελλα αρχαία ελληνική θύελλα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θύελλα
✦ σφοδρός άνεμος με βροχή
✦ (μτφ. ) σφοδρή ταραχή, έντονη διέγερση: θύελλα προκάλεσε στη Βουλή η αγόρευση του υπουργού
Συνώνυμα
καταιγίδα
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–