θόλος


θόλος
Προφορά

Ετυμολογία
θόλος μεταγενέστερη ελληνική ὁ θόλος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο θόλος

✦ καμπυλόγραμμη ή ημισφαιρική οροφή, τρούλος
✦ η ουράνια σφαίρα, το στερέωμα
✦ (ανατ.) θολοειδές κοίλωμα του σώματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.