θωριά
Προφορά
Ετυμολογία
θωριά μεσαιωνική ελληνική θωριά
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θωριά
✦ εξωτερική εμφάνιση, όψη
✦ χρώμα
✦ βλέμμα, ματιά: με θωριά χαμηλωμένη κοιτάει τα πόδια του Θεού (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–