θωρηχτό Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply θωρηχτόΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/3/θωρηχτό.mp3Ετυμολογίαθωρηχτό αρχαία ελληνική ρ. θωρήσσω Ερμηνεία θωρηχτό ✦ (Κ θωρηκτόν) πολεμικό πλοίο που προστατεύεται από τα βλήματα με μεταλλικό θώρακα Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–