θωρακοφόρος


θωρακοφόρος
Προφορά

Ετυμολογία
θωρακοφόρος αρχαία ελληνική θωρακοφόρος

Ερμηνεία
θωρακοφόρος

✦ -ος κ. -α, -ο επίθ. (Κ -ος, -ον) που φορεί θώρακα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.