θωρακίζω
Προφορά
Ετυμολογία
θωρακίζω αρχαία ελληνική θωρακίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θωρακίζω
✦ καλύπτω με μετάλλινες πλάκες ή ελάσματα ώστε να είναι κάτι απρόσβλητο
✦ (μτφ. ) οπλίζω: έχει θωρακιστεί με ανεξάντλητη υπομονή
✦ (μτφ. ) προστατεύω κάτι με διάφορα μέσα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–