θωράω


θωράω
Προφορά

Ετυμολογία
θωράω μεταγενέστερη ελληνική θωρῶ

Ερμηνεία
θωράω

✦ -είς, -εί κ. θωράω ρ. παρατηρώ, κοιτάζω: σε θωράω κατάματα, με τρόμου ανατριχίλα (Λ. Μαβίλης) – και το κενό της αδειανής σκηνής θωρούν (Μ. Στασινόπουλος)
(μτφ. ) στοχάζομαι, κρίνω απ’ όσα βλέπω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.