θωπεύω


θωπεύω
Προφορά

Ετυμολογία
θωπεύω αρχαία ελληνική θωπεύω

Ερμηνεία
ρήμα θωπεύω

✦ ψαύω ελαφρά, χαϊδεύω
✦ περιποιούμαι υπερβολικά, κολακεύω: δεν είναι δυνατόν να θωπεύεται από κυβερνώντες και κυβερνωμένους η νοοτροπία ότι οι όποιοι άλλοι πρέπει να πληρώσουν (Αντί)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.