θωπεία
Προφορά
Ετυμολογία
θωπεία αρχαία ελληνική θωπεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θωπεία
✦ χάδι, χάιδεμα: τη θωπεία ζητώντας της παλάμης του, υψώνει το κεφάλι γητεμένος (Άγγ. Σικελιανός)
✦ υπερβολική περιποίηση, καλόπιασμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–