θυσιάζω
Προφορά
Ετυμολογία
θυσιάζω αρχαία ελληνική θυσιάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ θυσιάζω
✦ τελώ θυσία
✦ προσφέρω κάτι ως θυσία
✦ (μτφ. ) στερούμαι ή απαρνιέμαι κάτι προκειμένου να εξυπηρετηθεί κάποιος σκοπός
✦ θυσιάζομαι, (μτφ. ) είμαι πρόθυμος να προσφέρω τα πάντα για την εξυπηρέτηση προσώπων ή ιδεών ή καταστάσεων κτλ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–