θυσία
Προφορά
Ετυμολογία
θυσία αρχαία ελληνική θυσία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θυσία
✦ τελετουργική, αιματηρή ή αναίμακτη προσφορά σε θεότητα
✦ (μτφ. ) θεληματική στέρηση υλικού ή ηθικού αγαθού, προκειμένου να επιτευχθεί κάποιος σκοπός ή να ευεργετηθεί κάποιο πρόσωπο
✦ φρ. γίνομαι θυσία, κάνω ό,τι μπορώ, προσφέρω τα πάντα – θυσία στο Βάκχο, γενναία οινοποσία — θυσία στην Αφροδίτη, η σεξουαλική πράξη
✦ φρ. πάση θυσία, οπωσδήποτε: είναι ανάγκη πάση θυσία να μειωθούν τα ελλείμματα του δημόσιου τομέα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–