θυρεοτρόπος


θυρεοτρόπος
Προφορά

Ετυμολογία
θυρεοτρόπος θυρεός + τρέπω

Ερμηνεία
επίθετο┘ θυρεοτρόπος -ος, -ο

✦ για ουσία που έχει την ιδιότητα να αυξάνει την έκκριση του θυρεοειδούς αδένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.