θυρεοειδής


θυρεοειδής
Προφορά

Ετυμολογία
θυρεοειδής μεταγενέστερη ελληνική θυρεοειδής

Ερμηνεία
επίθετο┘ θυρεοειδής -ής, -ές

✦ όμοιος με θυρεό
✦ θυρεοειδής αδένας, ενδοκρινής αδένας του ανθρώπινου οργανισμού, κάτω από το λάρυγγα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.