θυμιατό


θυμιατό
Προφορά

Ετυμολογία
θυμιατό μεσαιωνική ελληνική θυμιατόν, └ουδ┘ του αρχαίου ελληνικού επιθ. θυμιατός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θυμιατό

✦ βλ. θυμιατήρι: βαστά το θυμιατό της γιαγιάς, το καμωμένο από κίτρινο χαλκό (Ηλ. Βενέζης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.