θυλάκιο


θυλάκιο
Προφορά

Ετυμολογία
θυλάκιο αρχαία ελληνική θυλάκιον, υποκοριστικό του θύλακος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το θυλάκιο

✦ μικρό σακούλι
✦ τσέπη
✦ κοίλωμα βλεννογόνου αδένα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.