θυγατρικός
Προφορά
Ετυμολογία
θυγατρικός θυγάτηρ, -τρός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ θυγατρικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται στη θυγατέρα
✦ (μτφ. ) θυγατρική εταιρεία – επιχείρηση, που δημιουργήθηκε και εποπτεύεται από άλλη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
μητρική
Επιρρήματα
–