θυγατέρα
Προφορά
Ετυμολογία
θυγατέρα μεσαιωνική ελληνική θυγατέρα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η θυγατέρα
✦ θηλυκό παιδί, η κόρη, κορίτσι: στου κατωφλιού την πλάκα, κι αν το γράψεις, θυγατέρα, δε στέκει τ’ όνομά σου (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–